Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4738: στῆθοςστῆθος, στήθους, τό (from ἵστημι; that which stands out, is prominent (Etym. Magn. 727, 19 διότι ἕστηκεν ἀσάλευτον)), from Homer down, the breast: John 13:25; John 21:20 (cf. κόλπος, 1); Revelation 15:6. τύπτειν εἰς τό στῆθος or τύπτειν τό στῆθος, of mourners (see κόπτω), Luke 18:13; Luke 23:48. Forms and Transliterations στήθει στήθεων στηθη στήθη στηθος στήθος στῆθος στήθους στηθύνια στηθύνιον στηθυνίου stethe stēthē stḗthe stḗthē stethos stêthos stēthos stē̂thosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |