2616. katadunasteuo
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2616: καταδυναστεύω

καταδυναστεύω; present passive participle καταδυναστευόμενος; the Sept. for הונָה, עָשַׁק, etc.; with the genitive of person (Winers Grammar, 206 (193); Buttmann, 169 (147)), to exercise harsh control over one, to use one's power against one: James 2:6 (not Tdf. (see below)) (Diodorus 13, 73); τινα, to oppress one (Xenophon, conv. 5, 8; often in the Sept.). James 2:6 Tdf.; passive Acts 10:38.

STRONGS NT 2616a: κατάθεμακατάθεμα, καταθεματος, τό, equivalent to κατανάθεμα(which see), of which it seems to be a vulgar corruption by syncope (cf. Koumanoudes, συναγωγή λέξεων ἀθησαυρων κτλ., under the word κατας); a curse; by metonymy, worthy of execration, an accursed thing: Revelation 22:3 (Rec. κατανάθεμα; cf. Justin Martyr, quaest. et resp. 121, at the end; 'Teaching' 16, 5 [ET]). Not found in secular authors.

Forms and Transliterations
καταδεδυνάστευνται καταδυναστεύει καταδυναστεύειν καταδυναστεύετε καταδυναστεύομεν καταδυναστευόμεναι καταδυναστευομενους καταδυναστευομένους καταδυναστεύοντας καταδυναστεύοντες καταδυναστεύουσαι καταδυναστευουσιν καταδυναστεύουσιν καταδυναστεύσαι καταδυναστεύσας καταδυναστεύση καταδυναστεύσητε καταδυναστεύσω καταδύσει καταδύσεις καταδύσεται καταδύσωσιν καταθλάσθαι καταθύμια καταθύμιον καταιγίδι καταιγίδος καταιγίδων καταιγίς κατεδυνάστευον κατεδυνάστευσα κατεδυνάστευσαν κατεδυνάστευσας κατεδυνάστευσε κατεδυνάστευσεν κατέδυσαν κατεθάρσησεν κατέθλασα katadunasteuomenous katadunasteuousin katadynasteuomenous katadynasteuoménous katadynasteuousin katadynasteúousin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2615
Top of Page
Top of Page