Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 5180: τύπτωτύπτω; imperfect ἔτυπτον; present passive infinitive τύπτεσθαι; from Homer down; the Sept. for חִכָּה; to strike, smite, beat (with a staff, a whip, the fist, the hand, etc.): τινα, Matthew 24:49; Luke 12:45; Acts 18:17; Acts 21:32; Acts 23:3; τό στόμα τίνος, Acts 23:2; τό πρόσωπον τίνος, Luke 22:64 (here L brackets; T Tr WH omit the clause); τινα ἐπί (Tdf. εἰς) τῇ σιαγόνα, Luke 6:29; εἰς τήν κεφαλήν τίνος, Matthew 27:30; (τήν κεφαλήν τίνος, Mark 15:19); ἑαυτῶν τά στήθη (Latinplangere pectora), of mourners, to smite their breasts, Luke 23:48; also ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος, Luke 18:13 (but G L T Tr WH omit εἰς). God is said τύπτειν to smite one on whom he inflicts punitive evil, Acts 23:3 (Exodus 8:2; 2 Samuel 24:17; Ezekiel 7:9; 2 Macc. 3:39). to smite metaphorically, i. e. to wound, disquiet: τήν συνείδησιν τίνος, one's conscience, 1 Corinthians 8:12 (ἵνα τί τύπτει σε ἡ καρδία σου; 1 Samuel 1:8; τόν δέ ἄχος ὀξύ κατά φρένα τυψε βαθεῖαν, Homer, Iliad 19, 125; Καμβυσεα ἐτυψε ἡ ἀληθηιη τῶν λόγων, Herodotus 3, 64). Forms and Transliterations ετυπτε ετύπτε έτυπτε ἔτυπτε έτυπτεν ἔτυπτεν ετυπτον έτυπτον έτυπτόν ἔτυπτον τυπτε τύπτει τυπτειν τυπτείν τύπτειν τύπτεις τυπτεσθαι τύπτεσθαι τύπτετε τύπτοντα τύπτοντά τύπτοντάς τυπτοντες τύπτοντες τυπτοντι τύπτοντί τύπτοντος τύπτουσιν τύπτω τύπτων τυραννεί τυραννίδες etupten etupton etypten étypten etypton étypton tuptein tuptesthai tuptontes tuptonti typtein týptein typtesthai týptesthai typtontes týptontes typtonti týptontíLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |