Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 5080: τήκωτήκω: from Homer down; to make liquid; passive, to become liquid, to melt; to perish or be destroyed by melting: 2 Peter 3:12, where for the present 3 person singular τήκεται Lachmann gives the future τακήσεται (see WH on the passage and in their Appendix, p. 171), cf. Isaiah 34:4 τακήσονται πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. (Cf. Veitch, under the word.) Forms and Transliterations ετάκη ετάκην ετάκησαν ετήκετο τακείς τακείσα τακή τακήσεται τακήσονται τήκει τηκεται τήκεται τηκόμεθα τηκομένη τηκομένην τηκόμενοι τηκόμενος τήκω τηλαυγές τηλαύγημα τηλαυγής τηλαυγήσεως τήξει teketai tēketai tḗketaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |