Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 5044: τεκνοτροφέωτεκνοτροφέω, τεκνοτρόφω: 1 aorist ἐτεκνοτρόφησα; (τεκνοτροφος, and this from τέκνον and τρέφω); to bring up children: 1 Timothy 5:10. (φέρει ὑδδορ, ὅταν τεκνοτροφη, namely, the bee, Aristotle, h. a. 9, 40 (27), 14 (p. 625{b}, 20).) Forms and Transliterations ετεκνοτροφησεν ετεκνοτρόφησεν ἐτεκνοτρόφησεν ετέκταινον τέκταινε τεκταίνεται τεκταινομένη τεκταινόμενος τεκταινομένου τεκταινόντων τεκταίνουσι τεκταίνουσιν τεκτονικά eteknotrophesen eteknotrophēsen eteknotróphesen eteknotróphēsenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |