Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4952: συσπαράσσωσυσπαράσσω: 1 aorist συνεσπάραξα; to convulse completely (see ῤήγνυμι, c.): τινα, Mark 9:20 L T Tr marginal reading WH; Luke 9:42. (Max. Tyr. diss. 13, 5.) Forms and Transliterations συνέσεισας συνέσεισε συνεσπαραξεν συνεσπάραξεν συνεσπάσθησαν συσσείοντος συσσείσει συσσεισμόν συσσεισμός συσσεισμού συσσεισμώ συσσείσω sunesparaxen synesparaxen synespáraxenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |