Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4928: συνοχήσυνοχή, συνοχῆς, ἡ (συνέχω, which see), a holding together, narrowing; narrows, the contracting part of a way, Homer Iliad 23, 330. Metaphorically, straits, distress, anguish: Luke 21:25; with καρδίας added, 2 Corinthians 2:4 (contractio animi, Cicero, Tusc. 1, 37, 90; opposed toeffusio, 4, 31, 66; συνοχήν καί ταλαιπωρίαν, Job 30:3; (cf. Judges 2:3; plural Psalm 24:17 Forms and Transliterations συνετάραξάν συνετάραξας συνετάραξε συνετάραξεν συνετάρασσον συνετάρασσόν συνεταράσσοντο συνεταράχθη συνεταράχθησαν συνοχάς συνοχη συνοχή συνοχὴ συνοχήν συνοχης συνοχής συνοχῆς συνταγή σύνταγμα συνταγών συντάξεις συντάξεως σύνταξιν σύνταξις συνταράξει συνταράξεις συνταράσσει συνταράσσεις συνταράσσων sunoche sunochē sunoches sunochēs synoche synochē synochḕ synoches synochês synochēs synochē̂sLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |