Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4033: περικυκλόωπερικυκλόω, περικύκλῳ: future περικυκλώσω; to encircle, compass about: of a city (besieged), Luke 19:43. (Aristophanes av. 346; Xenophon, an. 6,1 (3), 11; Aristotle, h. a. 4, 8 (p. 533{b}, 11); Lucian, others; the Sept. for סָבַב.) Forms and Transliterations περιειληφυία περιεκύκλου περιεκύκλωσαν περιεκύκλωσάν περιεκύκλωσε περιέλαβε περιέλαβεν περιελάβοντο περικεκυκλωμένα περικεκυκλωμένας περικυκλούντες περικύκλω περικυκλωθήσεται περικυκλώσουσί περικυκλωσουσιν περικυκλώσουσιν περικυκλώσουσίν περιλαβείν περιλάβετε περιλαβών περιληφθήσονται περιλήψεταί perikuklosousin perikuklōsousin perikyklosousin perikyklōsousin perikyklṓsousínLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |