Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 3679: ὀνειδίζωὀνειδίζω; imperfect ὠνείδιζον; 1 aorist ὠνείδισα; present passive ὀνειδίζομαι; (ὄνειδος, which see); from Homer down; the Sept. especially for חָרַף; to reproach, upbraid, revile; (on its construction cf. Winer's Grammar, § 32, 1 b. β.; Buttmann, § 133, 9): of deserved reproach, τινα, followed by ὅτι, Matthew 11:20; τί (the fault) τίνος, followed by ὅτι, Mark 16:14. of unjust reproach, to revile: τινα, Matthew 5:11; Mark 15:32; Luke vt. 22; Romans 15:3 from Psalm 68:10 Forms and Transliterations ονειδιεί ονειδιζειν ονειδίζειν ὀνειδίζειν ονειδιζεσθε ονειδίζεσθε ὀνειδίζεσθε ονειδιζόμεθα ονειδιζόμενος ονειδιζοντος ονειδίζοντος ὀνειδίζοντος ονειδιζοντων ονειδιζόντων ὀνειδιζόντων ονειδίζουσί ονειδίζων ονειδίσαι ονειδίσας ονειδισμός ονειδίσωσι ονειδίσωσί ονειδισωσιν ονειδίσωσιν ὀνειδίσωσιν ωνειδιζον ωνείδιζον ωνείδιζόν ὠνείδιζον ωνείδικας ωνείδισα ωνείδισαν ωνείδισάν ωνείδισας ωνειδίσατέ ωνείδισε ωνείδισέ ωνειδισεν ὠνείδισεν ωνειδίσθη ωνειδίσθης oneidisen oneídisen ōneidisen ōneídisen oneidisosin oneidisōsin oneidísosin oneidísōsin oneidizein oneidízein oneidizesthe oneidízesthe oneidizon oneídizon ōneidizon ōneídizon oneidizonton oneidizontōn oneidizónton oneidizóntōn oneidizontos oneidízontosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |