Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 312: ἀναγγέλλωἀναγγέλλω; imperfect ἀνήγγελλον; (future ἀναγγελῶ); 1 aorist ἀνήγγειλα; 2 aorist passive ἀνηγγέλην, Romans 15:21; 1 Peter 1:12 (several times in the Sept.; 1 Macc. 2:31; Winers Grammar, 82 (78); (Veitch, under the word ἀγγέλλω)); to announce, make known (cf. ἀνά, 3 b.): τί, Acts 19:18; followed by ὅτι, John 5:15 (L marginal reading WH text T εἶπεν); ὅσα κτλ. Acts 14:27; (Mark 5:19 R G L marginal reading); (absolutely with εἰς, Mark 5:14 Rec.); equivalent to disclose: τί τίνι, John 4:25; John 16:13-15; used of the formal proclamation of the Christian religion: Acts 20:20; 1 Peter 1:12; 1 John 1:5; περί τίνος, Romans 15:21 (Isaiah 52:15); to report, bring back tidings, rehearse, used as in Greek writers (Aeschylus Prom. 664 (661); Xenophon, an. 1, 3, 21; Polybius 25, 2, 7) of messengers reporting what they have seen or heard (cf. ἀνά as above): τί, Acts 16:38 (where L T Tr WH ἀπήγγειλαν); 2 Corinthians 7:7. Forms and Transliterations αναγγειλαι αναγγείλαι αναγγείλαί ἀναγγεῖλαι αναγγείλαντες αναγγείλατε αναγγειλάτω αναγγειλάτωσαν αναγγειλάτωσάν αναγγείλη αναγγείλης αναγγείλητέ ανάγγειλον ανάγγειλόν αναγγείλω αναγγείλωμεν αναγγείλωσι αναγγείλωσί αναγγείλωσιν αναγγελει αναγγελεί ἀναγγελεῖ αναγγελείς αναγγελείτε αναγγελείτέ αναγγέλείτε αναγγελή αναγγελήσεται ανάγγελλε αναγγελλεί αναγγέλλει αναγγέλλειν αναγγελλείς αναγγέλλετε αναγγελλομεν αναγγέλλομεν ἀναγγέλλομεν αναγγελλοντες αναγγέλλοντες ἀναγγέλλοντες αναγγέλλοντι αναγγέλλοντος αναγγέλλουσι αναγγέλλω αναγγελλων αναγγέλλων ἀναγγέλλων αναγγελούμεν αναγγελούσι αναγγελούσί αναγγελούσιν αναγγέλουσιν αναγγελώ ανήγγειλα ανήγγειλά ανηγγείλαμεν ανηγγειλαν ανήγγειλαν ανήγγειλάν ἀνήγγειλάν ανήγγειλας ανήγγειλάς ανήγγειλε ανήγγειλέ ανήγγειλεν ανηγγελη ανηγγέλη ανήγγελη ἀνηγγέλη ανήγγελκα ανηγγελλον ἀνήγγελλον anangeilai anangeîlai anangelei anangeleî anangellomen anangéllomen anangellon anangellōn anangéllon anangéllōn anangellontes anangéllontes anengeilan anēngeilan anḗngeilán anengele anengéle anēngelē anēngélē anengellon anēngellon anḗngellonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |