Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2561: κάκωσιςκάκωσις, κακώσεως, ἡ (κακόω), ill-treatment, ill-usage (Vulg.afflictio): Acts 7:34. (Psalm 17:19 Forms and Transliterations εκαλαμήσαντο κακώσει κακώσεως κακώσεώς κακωσιν κάκωσιν κάκωσίν καλαβώτης κάλαθος καλάθους καλαμάσθε καλαμήσασθαι καλαμήσηται καλαμήσονται καλαμώνται kakosin kakōsin kákosin kákōsinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |