Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 241: ἀλλογενήςἀλλογενής, (ες (ἄλλος and γένος), sprung from another race, a foreigner, alien: Luke 17:18. (In the Sept. (Genesis 17:27; Exodus 12:43, etc.), but nowhere in secular writings.) Forms and Transliterations αλλογενεί αλλογενείς αλλογενέσι αλλογενης αλλογενής ἀλλογενὴς αλλογενούς αλλογενών αλλογλώσσους αλλοιοί αλλοιούσθω αλλοιωθή αλλοιωθήσεται αλλοιωθήση αλλοιωθησομένοις αλλοιωθησομένων αλλοιωθωσιν αλλοιώσαι αλλοίωσις ηλλοιώθη ηλλοιώθησαν ηλλοίωσαν ηλλοίωσε allogenes allogenēs allogenḕsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |