Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1843: ἐξομολογέωἐξομολογέω,
ἐξομολόγω: 1 aorist
ἐξωμολόγησα; middle, (present
εξ( ὀμολογοῦμαι); future
ἐξομολογήσομαί; (1 aorist subjunctive 3 person singular
ἐξομολογήσηται,
Philippians 2:11 R G L text
Tr text
WH); (
ἐξ either
forth from the heart, freely, or publicly, openly (cf.
Winers Grammar, 102 (97))); active and deponent middle
to confess, to profess;
1. to confess: τάς ἁμαρτίας, Matthew 3:6; Mark 1:5; (James 5:16 L T Tr WH) (Josephus, Antiquities 8, 4, 6; (cf. b. j. 5, 10, 5; Clement of Rome, 1 Cor. 51, 3 [ET]; the Epistle of Barnabas 19, 12 [ET])); τάς πράξεις, Acts 19:18; τά παραπτώματα, James 5:16 R G; (ἡτταν, Plutarch, Eum c. 17; τήν ἀλήθειαν ἄνευ βασάνων, id. Anton c. 59).
2. to profess i. e. to acknowledge openly and joyfully: τό ὄνομα τίνος, Revelation 3:5 Rec.; followed by ὅτι, Philippians 2:11; with the dative of person (cf. Winers Grammar, § 31, 1 f.; Buttmann, 176 (153)) to one's honor, i. e. to celebrate, give praise to (so the Sept. for לְ הודָה, Psalm 29:5 (); Psalm 105:47 (); Psalm 121:4 (), etc.; (Winer's Grammar, 32)): Romans 14:11; Romans 15:9 from Psalm 17:50 () (Clement of Rome, 1 Cor. 61, 3 [ET]); τίνι (the dative of person) followed by ὅτι: Matthew 11:25; Luke 10:21. to profess that one will do something, to promise, agree, engage: Luke 22:6 (Lachmann omits); (in this sense the Greeks and Josephus use ὁμολογεῖν).
Forms and Transliterations
εξομολογείσθαι εξομολογείσθαί εξομολογεισθε εξομολογείσθε ἐξομολογεῖσθε εξομολογησάμην εξομολογήσασθαι εξομολογησάσθωσαν εξομολογησάσθωσάν εξομολογήσει εξομολογησεται εξομολογήσεται εξομολογήσεταί ἐξομολογήσεται εξομολογήσεων εξομολογήσεως εξομολογησηται εξομολογήσηται ἐξομολογήσηται εξομολόγησιν εξομολόγησις εξομολογησομαι εξομολογήσομαι εξομολογήσομαί ἐξομολογήσομαί εξομολογησόμεθα εξομολογησόμεθά εξομολογήσονται εξομολογήσονταί εξομολογήσωνται Εξομολογουμαι εξομολογούμαι εξομολογούμαί Ἐξομολογοῦμαί εξομολογούμεθά εξομολογουμένην εξομολογουμενοι εξομολογούμενοι ἐξομολογούμενοι εξομολογούμενος εξομολογουμένων εξομολούγούμαι εξόπισθε εξόπισθεν εξοπλίσατε εξοπλίσησθε εξωμολόγησε εξωμολογησεν ἐξωμολόγησεν exomologeisthe exomologeîsthe exomologesen exomológesen exōmologēsen exōmológēsen exomologesetai exomologēsetai exomologēsētai exomologḗsetai exomologḗsētai exomologesomai exomologēsomai exomologḗsomaí Exomologoumai Exomologoûmaí exomologoumenoi exomologoúmenoiLinks
Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts