Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1784: ἔντιμοςἔντιμος, ἔντιμον (τιμή), held in honor, prized; hence, precious: λίθος, 1 Peter 2:4, 6 (Isaiah 28:16); honorable, noble, Luke 14:8; τίνι, dear to one, Luke 7:2; ἔντιμον ἔχειν τινα to hold one dear or in honor, to value highly, Philippians 2:29. ((Sophocles, Plato, others).) Forms and Transliterations έντιμα έντιμοι εντίμοις εντιμον έντιμον ἔντιμον εντιμος έντιμος ἔντιμος εντιμοτερος εντιμότερός ἐντιμότερός εντιμοτέρους εντίμου εντιμους εντίμους ἐντίμους εντίμων εντίμως entimon éntimon entimos éntimos entimoteros entimóterós entimous entímousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |