Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1533: εἰσφέρωεἰσφέρω; 1 aorist ἐισήνεγκα; 2 aorist ἐισηνεγκον; (present passive ἐισφέρομαι; from Homer down); to bring into, in or to; a. τί, followed by εἰς with the accusative of place, 1 Timothy 6:7; passive Hebrews 13:11; τινα namely, εἰς τήν οἰκίαν, Luke 5:18f; (τινα ἐπί τάς συναγωγάς etc. Luke 12:11 T Tr text WH); τί εἰς τάς ἀκοάς τίνος, i. e. to tell one a thing, Acts 17:20 (φέρειν τί εἰς τά ὦτα τίνος, Sophocles Aj. 149). b. to lead into: τινα εἰς πειρασμόν, Matthew 6:13; Luke 11:4. (Compare: παρεισφέρω.)
Forms and Transliterations εισενέγκαι εισενέγκαντες εισενέγκας εισενέγκατε εισένεγκε εισένεγκέ εισενεγκειν εισενεγκείν εισενέγκειν εἰσενεγκεῖν εισενεγκης εισενέγκης εἰσενέγκῃς εισενέγκωσι εισενεγκωσιν εισενέγκωσιν εἰσενέγκωσιν εισενεχθέν εισενεχθέντος εισενεχθή εισενεχθήναι εισενεχθήσεται εισενεχθήσωνται εισεφέρετε εισέφερον εισηνεγκαμεν εισηνέγκαμεν εἰσηνέγκαμεν εισήνεγκαν εισηνέγκατε εισήνεγκε εισήνεγκέ εισήνεγκεν εισηνέχθη εισοίσει εισοίσεις εισοίσομεν εισοίσουσι εισοίσουσιν εισοίσω εισφέρειν εισφερεις εισφέρεις εἰσφέρεις εισφερεται εισφέρεται εἰσφέρεται εισφέρητε εισφερόμενον εισφερομένου εισφέρουσι εισφέρουσιν εισφερωσιν εἰσφέρωσιν εισφορά εισφοράν εισφοράς εσενέγκης eisenenkamen eisenénkamen eisēnenkamen eisēnénkamen eisenenkein eisenenkeîn eisenénkeis eisenénkēis eisenenkes eisenenkēs eisenenkosin eisenenkōsin eisenénkosin eisenénkōsin eisphereis eisphéreis eispheretai eisphéretai eispherosin eispherōsin eisphérosin eisphérōsinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|