Strong's Exhaustive Concordance divide, separate, sever. From apo and horizo; to set off by boundary, i.e. (figuratively) limit, exclude, appoint, etc. -- divide, separate, sever. see GREEK apo see GREEK horizo Forms and Transliterations αφοριεί άφοριει αφοριείς αφοριείτε αφοριζει αφορίζει ἀφορίζει αφορίζεται αφορίζω αφοριούσι αφοριόυσι αφοριουσιν ἀφοριοῦσιν αφορίσαι αφόρισαι αφορισας αφορίσας ἀφορίσας Αφορισατε αφορίσατε Ἀφορίσατε αφορισει ἀφορίσει αφορισθείσαι αφορισθητε αφορίσθητε ἀφορίσθητε αφορισθήτω αφόρισμα αφορίσματα αφορίσματος αφορισμοίς αφορισμού αφορισμώ αφορισμών αφορίσωσι αφορισωσιν αφορίσωσιν ἀφορίσωσιν αφώριζε αφωριζεν αφώριζεν ἀφώριζεν αφώρισα αφώρισε αφωρισεν αφώρισεν ἀφώρισεν αφωρίσθη αφωρίσθησαν αφωρισμένα αφωρισμένας αφωρισμένη αφωρισμένην αφωρισμένοι αφωρισμενος αφωρισμένος ἀφωρισμένος αφωρισμένους αφώρισται aphoriousin aphorioûsin aphorisas aphorísas Aphorisate Aphorísate aphorisei aphorísei aphorisen aphōrisen aphṓrisen aphorismenos aphorisménos aphōrismenos aphōrisménos aphorisosin aphorisōsin aphorísosin aphorísōsin aphoristhete aphoristhēte aphorísthete aphorísthēte aphorizei aphorízei aphorizen aphōrizen aphṓrizenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |