Strong's Exhaustive Concordance depart, fall away, refrain, withdraw self. From apo and histemi; to remove, i.e. (actively) instigate to revolt; usually (reflexively) to desist, desert, etc. -- depart, draw (fall) away, refrain, withdraw self. see GREEK apo see GREEK histemi Forms and Transliterations απεστη απέστη ἀπέστη απέστημεν απέστης απέστησα απεστήσαμεν απεστησαν απέστησαν ἀπέστησαν απεστησε απέστησε ἀπέστησε απέστησεν ἀπέστησεν απέστητε απόστα αποσταίη αποσταντα αποστάντα ἀποστάντα αποστάντες αποστας αποστάς ἀποστὰς αποστη αποστή ἀποστῇ απόστηθι αποστηναι αποστήναι ἀποστῆναι αποστής αποστήσαι αποστήσαί αποστήσει αποστήσεται αποστήση αποστησόμεθα απόστησον αποστησονται αποστήσονταί ἀποστήσονταί αποστήσω αποστητε αποστήτε απόστητε ἀπόστητε Αποστητω αποστήτω Ἀποστήτω αποστώμεν αφέστακα αφέστηκας αφέστηκε αφέστηκεν αφεστηκός αφεστηκότα αφεστηκότας αφεστηκότες αφέστησε αφιστανται αφίστανται ἀφίστανται αφίστασο αφιστατο αφίστατο ἀφίστατο apeste apestē apéste apéstē apestesan apestēsan apéstesan apéstēsan apestesen apestēsen apéstesen apéstēsen aphistantai aphístantai aphistato aphístato apostanta apostánta apostas apostàs aposte apostē apostêi apostē̂i apostenai apostênai apostēnai apostē̂nai apostesontai apostēsontai apostḗsontaí apostete apostēte apóstete apóstēte Aposteto Apostētō Apostḗto ApostḗtōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |