Strong's Exhaustive Concordance finish, fulfill, make. From sun and teleo; to complete entirely; generally, to execute (literally or figuratively) -- end, finish, fulfil, make. see GREEK sun see GREEK teleo Forms and Transliterations συνετέλεσα συνετέλεσαν συνετέλεσάν συνετελέσαντο συνετέλεσας συνετελέσασθε συνετελέσατε συνετέλεσε συνετέλεσεν συνετελέσθη συνετελέσθησαν συνετελέσω συνετέλουν συντελείν συντελεισθαι συντελείσθαι συντελεῖσθαι συντελείτε συντελέσαι συντελεσας συντελέσας συντέλεσας συντελέσασθαί συντελέσει συντελέσεις συντελέσετε συντελέση συντελέσης συντελέσητε συντελεσθεισων συντελεσθεισών συντελεσθεισῶν συντελεσθή συντελεσθήναι συντελεσθήσεσθε συντελεσθήσεται συντελεσθήσονται συντελεσθήτω συντελεσθώσι συντελεσθώσιν συντέλεσον συντελέσουσι συντελέσουσιν συντελεσω συντελέσω συντελούμενον συντελούνται συντελούντων συντελων συντελών συντελῶν συντετέλεσαι συντετελεσμένα συντετελεσμένον συντετέλεσται συντετλεσμένα sunteleisthai suntelesas sunteleso suntelesō suntelestheison suntelestheisōn suntelon suntelōn synteleisthai synteleîsthai syntelesas syntelésas synteleso syntelesō synteléso syntelésō syntelestheison syntelestheisôn syntelestheisōn syntelestheisō̂n syntelon syntelôn syntelōn syntelō̂nLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |