Strong's Exhaustive Concordance choke, throng. From sun and pnigo; to strangle completely, i.e. (literally) to drown, or (figuratively) to crowd -- choke, throng. see GREEK sun see GREEK pnigo Forms and Transliterations συμπνίγει συμπνίγονται συμπνίγουσι συμπνίγουσιν συμποδιούσιν συμποδίσας συμποδισθήσεται συνεπνιγον συνέπνιγον συνεπνιξαν συνέπνιξαν συνεπόδισα συνεπόδισας συνεπόδισεν συνεποδίσθησαν συνεπολέμει συνεπολέμησε συνπνιγει συνπνίγει συνπνιγονται συνπνίγονται συνπνιγουσιν συνπνίγουσιν sumpnigei sumpnigontai sumpnigousin sunepnigon sunepnixan sympnigei sympnígei sympnigontai sympnígontai sympnigousin sympnígousin synepnigon synépnigon synepnixan synépnixanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |