480. antikeimai
Strong's Exhaustive Concordance
be contrary, oppose.

From anti and keimai; to lie opposite, i.e. Be adverse (figuratively, repugnant) to -- adversary, be contrary, oppose.

see GREEK anti

see GREEK keimai

Forms and Transliterations
αντικείμενά αντικειμενοι αντικείμενοι αντικείμενοί ἀντικείμενοι αντικειμένοις αντικειμενος αντικείμενος ἀντικείμενος αντικειμενω αντικειμένω ἀντικειμένῳ αντικειμενων αντικειμένων ἀντικειμένων αντίκεισαί αντικείσθαι αντικείσομαι αντικειται αντίκειται ἀντίκειται αντικρινόμενός αντικρινούμαι antikeimeno antikeimenō antikeimenoi antikeiménoi antikeiménōi antikeímenoi antikeimenon antikeimenōn antikeiménon antikeiménōn antikeimenos antikeímenos antikeitai antíkeitai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
479
Top of Page
Top of Page