4495. rhipteó
Strong's Exhaustive Concordance
cast off.

From a derivative of rhipto; to toss up -- cast off.

see GREEK rhipto

Forms and Transliterations
ερριμμένη ερριμμένην ερριμμένοι ερριμμένον έρριπται έρριπτεν ερρίφη έρριψα έρριψά ερρίψαμεν έρριψαν έρριψας έρριψε έρριψέ ερριψεν έρριψεν ριπτούμεν ριπτούντος ριπτουντων ριπτούντων ῥιπτούντων ρίπτουσιν ρίπτω ριφήσεται ριφήση ριφήσονται ρίψαν ρίψαντες ρίψας ρίψατε ρίψει ρίψεις ρίψον ρίψωμεν rhiptounton rhiptountōn rhiptoúnton rhiptoúntōn riptounton riptountōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4494
Top of Page
Top of Page