Strong's Exhaustive Concordance go before. From pro and poreuomai; to precede (as guide or herald) -- go before. see GREEK pro see GREEK poreuomai Forms and Transliterations προεπορεύετο προεπορεύοντο προπορεύεσθε προπορεύεται προπορευόμενά προπορευομένη προπορευομένοις προπορευόμενος προπορεύομενος προπορευομένων προπορεύονται προπορεύου προπορεύσεται προπορευση προπορεύση προπορεύσῃ προπορεύσομαί προπορευσονται προπορεύσονται πρόπυλα proporeuse proporeusē proporeúsei proporeúsēi proporeusontai proporeúsontaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |