Strong's Exhaustive Concordance encircle, surroundFrom peri and kukloo; to encircle all around, i.e. Blockade completely -- compass round. see GREEK peri see GREEK kukloo Forms and Transliterations περιειληφυία περιεκύκλου περιεκύκλωσαν περιεκύκλωσάν περιεκύκλωσε περιέλαβε περιέλαβεν περιελάβοντο περικεκυκλωμένα περικεκυκλωμένας περικυκλούντες περικύκλω περικυκλωθήσεται περικυκλώσουσί περικυκλωσουσιν περικυκλώσουσιν περικυκλώσουσίν περιλαβείν περιλάβετε περιλαβών περιληφθήσονται περιλήψεταί perikuklosousin perikuklōsousin perikyklosousin perikyklōsousin perikyklṓsousínLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |