Strong's Exhaustive Concordance apportion, divideFrom meros; to part, i.e. (literally) to apportion, bestow, share, or (figuratively) to disunite, differ -- deal, be difference between, distribute, divide, give participle see GREEK meros Forms and Transliterations εμέρισα εμερίσαν εμερίσαντο εμερίσατό εμέρισε εμερισεν εμέρισεν ἐμέρισεν εμερισθη εμερίσθη ἐμερίσθη μεμερισμένην μεμερισται μεμέρισται μεριεί μεριείς μερίζειν μερίζεται μερίζουσι μεριούνται μερισασθαι μερίσασθαι μερίσατε μερισθεισα μερισθείσα μερισθεῖσα μερισθη μερισθή μερισθῇ μερισθήσεται μέρισον μερίσω μεριώ emerisen emérisen emeristhe emeristhē emerísthe emerísthē memeristai meméristai merisasthai merísasthai meristhe meristhē meristhêi meristhē̂i meristheisa meristheîsaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |