Strong's Exhaustive Concordance stone, cast stones. From a compound of lithos and ballo; to throw stones, i.e. Lapidate -- stone, cast stones. see GREEK lithos see GREEK ballo Forms and Transliterations ελιθοβολησαν ελιθοβόλησαν ἐλιθοβόλησαν ελιθοβολουν ελιθοβόλουν ἐλιθοβόλουν λελιθοβόληται λιθοβολείσθαι λιθοβολείτω λιθοβοληθησεται λιθοβοληθήσεται λιθοβοληθησόμεθα λιθοβοληθήσονται λιθοβοληθήτωσαν λιθοβολησαι λιθοβολήσαι λιθοβολῆσαι λιθοβολήσαντες λιθοβολησάτωσαν λιθοβολήσετε λιθοβολήσουσί λιθοβολήσουσιν λιθοβολουσα λιθοβολούσα λιθοβολοῦσα elithobolesan elithobolēsan elithobólesan elithobólēsan elithoboloun elithobóloun lithobolesai lithobolêsai lithobolēsai lithobolē̂sai lithobolethesetai lithobolethḗsetai lithobolēthēsetai lithobolēthḗsetai lithobolousa lithoboloûsaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |