Strong's Exhaustive Concordance produce, perform, work out. From kata and ergazomai; to work fully, i.e. Accomplish; by implication, to finish, fashion -- cause, to (deed), perform, work (out). see GREEK kata see GREEK ergazomai Forms and Transliterations κατειργάσασθε κατειργασατο κατειργάσατο κατειργασθαι κατειργάσθαι κατειργασθη κατειργάσθη κατείργασθη κατειργασμένης κατειργάσω κατεργά κάτεργα κατεργαζεσθαι κατεργάζεσθαι κατεργαζεσθε κατεργάζεσθε κατεργαζεται κατεργάζεται κατεργαζομαι κατεργάζομαι κατεργαζομενη κατεργαζομένη κατεργαζομενοι κατεργαζόμενοι κατεργαζομενου κατεργαζομένου κατεργασαμενοι κατεργασάμενοι κατεργασαμενον κατεργασάμενον κατεργασαμενος κατεργασάμενος κατεργάσασθαι κατεργασθήσεσθε κατεργασίας κάτεργον kateirgasato kateirgásato kateirgasthai kateirgásthai kateirgasthe kateirgasthē kateirgásthe kateirgásthē katergasamenoi katergasámenoi katergasamenon katergasámenon katergasamenos katergasámenos katergazesthai katergázesthai katergazesthe katergázesthe katergazetai katergázetai katergazomai katergázomai katergazomene katergazomenē katergazoméne katergazoménē katergazomenoi katergazómenoi katergazomenou katergazoménouLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |