Strong's Exhaustive Concordance apprehend, attain, overtake. From kata and lambano; to take eagerly, i.e. Seize, possess, etc. (literally or figuratively) -- apprehend, attain, come upon, comprehend, find, obtain, perceive, (over-)take. see GREEK kata see GREEK lambano Forms and Transliterations καταλαβεσθαι καταλαβέσθαι καταλάβετε καταλαβη καταλάβη καταλάβῃ καταλαβητε καταλάβητε καταλάβοι καταλαβομενοι καταλαβόμενοι καταλαβόμενος καταλαβω καταλάβω καταλαβώμεθα καταλάβωσι καταλαμβανομαι καταλαμβάνομαι καταλαμβανομένου καταλαμβάνονται καταλαμβάνων καταλήψεσθε καταλήψεται καταλήψη καταλήψομαι καταλήψονταί κατειλημμένα κατειλημμενην κατειλημμένην κατειληπται κατείληπται κατειληφεναι κατειληφέναι κατέλαβε κατέλαβέ κατελαβεν κατέλαβεν κατελάβετο κατελαβομην κατελαβόμην κατέλαβον κατέλαβόν κατελάβοντο κατελείφθη κατελημφθην κατελήμφθην κατελήφθην katalabe katalabē katalábei katalábēi katalabesthai katalabésthai katalabete katalabēte katalábete katalábēte katalabo katalabō katalábo katalábō katalabomenoi katalabómenoi katalambanomai katalambánomai kateilemmenen kateilemménen kateilēmmenēn kateilēmménēn kateilephenai kateilephénai kateilēphenai kateilēphénai kateileptai kateilēptai kateíleptai kateílēptai katelaben katélaben katelabomen katelabomēn katelabómen katelabómēn katelemphthen katelēmphthēn katelḗmphthen katelḗmphthēnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |