Strong's Exhaustive Concordance burn, light. Apparently a primary verb; to set on fire, i.e. Kindle or (by implication) consume -- burn, light. Forms and Transliterations εκαίετο καιεται καίεται καίετε καίηται καιομεναι καιόμεναι καιομενη καιομένη καιομένῃ καιομένην καιομενης καιομένης καιομενοι καιόμενοι καιομένοις καιομενον καιόμενον καιομενος καιόμενος καιομένου καιομένω καιομένων καίουσι καιουσιν καίουσιν καοιμένην καυθέντας καυθήσεται καυθήσονται καυθήσωμαι καύσαι καύσαντες καύσει καύσετε καύσουσι καύσουσιν καύσω κεκαυμενω κεκαυμένω κεκαυμένῳ kaietai kaíetai kaiomenai kaiómenai kaiomene kaiomenē kaioméne kaioménē kaioménei kaioménēi kaiomenes kaiomenēs kaioménes kaioménēs kaiomenoi kaiómenoi kaiomenon kaiómenon kaiomenos kaiómenos kaiousin kaíousin kekaumeno kekaumenō kekauménoi kekauménōiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |